- ερωτιδεύς
- (-εως) ο1) купидончик; 2) влюбчивый юноша
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερωτιδεύς — Μυθολογικό πρόσωπο· ο μικρός Έρως. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη έρως και μεταφορικά σημαίνει τον νέο που δείχνει ζήλο στον έρωτα. Στην τέχνη, οι Ε. είναι ζωγραφικές ή γλυπτικές παραστάσεις μικρών Ερώτων, που συνήθως συμπληρώνουν ή πλαισιώνουν το … Dictionary of Greek
ἐρωτιδεῖς — ἐρωτιδεύς a young Eros masc acc pl ἐρωτιδεύς a young Eros masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτιδόπουλον — ἐρωτιδόπουλον, τὸ (Μ) [ερωτίδιν] μικρός έρωτας, ερωτιδεύς … Dictionary of Greek